-
1 κατα-στεγάζω
κατα-στεγάζω, bedachen, bedecken; ῥιψὶ τὸν νέκυν Her. 4, 71; Plat. Critia. 115 e; τὰς ὀροφὰς κατεστέγασαν λίϑιναι δοκοί D. Sic. 2, 10.
1 κατα-στεγάζω
κατα-στεγάζω, bedachen, bedecken; ῥιψὶ τὸν νέκυν Her. 4, 71; Plat. Critia. 115 e; τὰς ὀροφὰς κατεστέγασαν λίϑιναι δοκοί D. Sic. 2, 10.